- πληκτροδακτυλία
- η, Ν ιατρ.υποστρόγγυλη διόγκωση τών ονυχοφόρων φαλάγγων τών δακτύλων τών χεριών, που θυμίζουν πλήκτρα τύμπανου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλήκτρο + δάκτυλο. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. drumstick fingers, γαλλ. doigts en baguettes de tambour].
Dictionary of Greek. 2013.